καθετηρίαση

καθετηρίαση
[-ις (-εως)] η , καθετηρίασμός ο мед. зондирование; катетеризация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθετηρίαση" в других словарях:

  • καθετηρίαση — η εισαγωγή τού καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για εξέταση ή εξαγωγή υγρού ή για άλλο θεραπευτικό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ., στον λόγιο τύπο καθετηρίασις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek

  • καθετηρίαση — η (ιατρ.), η χρησιμοποίηση καθετήρα για εξέταση ή για θεραπευτικό σκοπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθετηριάζω — κάνω καθετηρίαση, βάζω καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς ή για εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καθετηριασμός — ο καθετηρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καθετηριασμός — ο καθετηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερομέτρηση — η (ιατρ.), καθετηρίαση της μήτρας με υστερόμετρο (βλ. λ.) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η υστερομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»